Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, ο βασιλιάς των Μολοσσών Πύρρος την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του το 295 π.Χ. Ο Πύρρος έδωσε διεθνή αίγλη στην πόλη, όπως άλλωστε σε ολόκληρη την Ήπειρο και κόσμησε την Αμβρακία με σημαντικά οικοδομήματα.
Το 171 π.Χ. κατελήφθη από τους Ρωμαίους και από τότε άρχισε η παρακμή της. Με την ίδρυση της Νικόπολης πολλοί από τους κατοίκους εγκαταστάθηκαν εκεί. Φαίνεται να κατοικήθηκε πάλι μετά την επιδρομή των Γότθων (6ος αιώνας), για να γνωρίσει και νέα ακμή επί Μιχαήλ του Παφλαγόνος (1.040 μ. Χ.) όταν οι κάτοικοι της Νικόπολης προσχώρησαν στους Βούλγαρους.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους (1.204) η Άρτα έγινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου που ίδρυσε ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός. Το 1449 κατελήφθη από τους Τούρκους.
Κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821, η πόλη αλλά κυρίως η ορεινή περιοχή των Τζουμέρκων και του Ραδοβυζίου υπήρξαν το ορμητήριο πολλών αγωνιστών. Με την πανωλεθρία όμως των Ελλήνων και των Φιλελλήνων στο χωριό Πέτα σταμάτησε κάθε προσπάθεια για την επικράτηση της επαναστάσεως στην περιοχή, η οποία παρέμεινε υπό τουρκική κατοχή. Η Άρτα ανέκτησε την ανεξαρτησία της με τη συνθήκη του Βερολίνου το 1881, και το 1883 δημιουργήθηκε ο ομώνυμος νομός.
Η πόλη σήμερα πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού, βρίσκεται σε απόσταση 365 χλμ. από την Αθήνα. Είναι κτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Αράχθου και απλώνεται αμφιθεατρικά στους πρόποδες του λόφου της Περάνθης. Η προνομιούχος θέση της, η ευφορία του εδάφους της και το κλίμα ήταν οι κυριότεροι λόγοι που έδωσαν στην πόλη μια συνεχή ζωή, από τον 9ο αι. π.Χ. έως σήμερα.
Γνωστή είναι η Άρτα από τον θρύλο του Γεφυριού της που «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν» και στέριωσε μόνον όταν «χτίστηκε» (θυσιάστηκε) στα θεμέλιά του η γυναίκα του πρωτομάστορα.